- φορέονται
- φορέωrepeatedpres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεύδιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ήσυχο ουρανό, στον ήρεμο αέρα («ὑπεύδιοι [αἱ γέρανοι] φορέονται», Άρατ.) 2. κάπως ήρεμος, αρκετά ήρεμος (α. «ὑπεύδιος καὶ λεία θάλασσα», Αιλ.) 3. φρ. «τὸ ὑπεύδιον τῆς θαλάσσης» αρκετά γαλήνια θάλασσα… … Dictionary of Greek
υπηνέμιος — και δωρ. τ. ὑπανέμιος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», Θεόκρ.) 2. αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῡτον ἐκεῑνον ὑπηνέμιον… … Dictionary of Greek
φορέονθ' — φορέοντα , φορέω repeated pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) φορέοντα , φορέω repeated pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) φορέοντι , φορέω repeated pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέοντ' — φορέοντα , φορέω repeated pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) φορέοντα , φορέω repeated pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) φορέοντι , φορέω repeated pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)